- θυσανόεις
- θῠσᾰνό-εις, [dialect] Ep. [full] θυσσανόεις, εσσα, εν,A tasseled, fringed, Hom. (only in Il.),
αἰγίδα θυσσανόεσσαν 15.229
, 17.593, al.; ἀσπίδα (v.l. αἰγίδα)θ. 21.400
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἰγίδα θυσσανόεσσαν 15.229
, 17.593, al.; ἀσπίδα (v.l. αἰγίδα)θ. 21.400
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυσανόεις — και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. όεις (πρβλ. αιματ όεις, αστερ όεις)] … Dictionary of Greek
θυσανόεις — tasseled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανοέσσης — θυσανόεις tasseled fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανόεσσα — θυσανόεις tasseled fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανόεσσαν — θυσανόεις tasseled fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσσανόεσσα — θυσανόεις tasseled fem nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσσανόεσσαν — θυσανόεις tasseled fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
βλαβόεις — βλαβόεις, εσσα, εν (Α) ο βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη + (ποιητ. κατάλ. επιθ.) όεις (πρβλ. αιθαλόεις, αμυγδαλόεις, ανθεμόεις, αχλυόεις, δαιδαλόεις, θυσανόεις, ιμερόεις, ιχθυόεις κ.ά.)] … Dictionary of Greek
θυσσανόεις — θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) επικ. τ. τού θυσανόεις* … Dictionary of Greek